Λιάκαινα

μουσική: Κλέαρχος Χαλούλος

στίχοι: Δημοτικό

δίσκος: Ιστορίες τρόμου (2017)

 

 

Αρχικά να αναφέρουμε οτι το άσμα αυτό θέλαμε να το γυρίσουμε βιδεοκλίπ αλλά οι βασικοί ρόλοι είναι πολλοί, βλέπε:

Λιάκος τμχ 1

Λιάκαινα τμχ 2

Μαύρος τμχ 1

Τούρκοι τμχ Χ

Αρβανίτες τμχ 15

Μικρό μπεόπουλο τμχ 1

Μπάτλερ τμχ 1

χώρια οι κομπάρσοι και αν συνυπολογίσουμε τις απαιτήσεις του cast και της παραγωγής, μετατρέπουν το έργο σε μικρή υπερπαραγωγή με μεγάλο μπάτζετ κάτι το οποίο δεν διαθέτουμε αλλιώς θα παίζαμε σε όλα τα καλοκαιρινά φεστιβάλζ, τους ραδιοφονικούζ σταθμούζ και θα φιγουράραμε στις λίστες με τους καλύτεροι δίσκοι.

Στο θέμα μας, και αυτό δεν είναι άλλο από το νόημα των στίχοι.

Λέει, λοιπόν ο ανώνυμος αυτός ποιητής:

Πως λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι
έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα μες στων Τουρκών τα χέρια.
Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν
κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.
                                                                                                 
-Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι να πάρεις Τούρκον άντρα;
Να σ' αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;                    Κύριε, είναι μεσημέρι κι ακόμα δεν ξυπνήσατε
-Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινήσει                       Κύριε, δεν πήρατε το πρωινό σας
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.                    Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες           
                                                                                                Κύριε, ο ήλιος λάμπει, αστράφτει, βρέχει και χιονίζει
Κι ο Λιάκος την αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα                       Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει
κοντοβαστά τον Μαύρο του, στέκει και τον ξετάζει.                    στο παράθυρό σας
-Δύνασαι, Μαύρε μ', δύνασαι να βγάλεις την κυρά σου;            Κύριε, μία μαύρη πεταλούδα φάνηκε
-Δύναμαι , αφέντη μ', δύναμαι να βγάλω την κυρά μου.            πάνω στο στήθος σας
                                                                                               Κύριε, πώς τρέχετε με το ποδήλατο!
Να μ' αβγατήσεις την ταή σαρανταπέντε χούφτες,                    Κύριε, είστε παγωμένος
να μ' αβγατήσεις το κρασί σαρανταπέντε κούπες,                     Κύριε, έχετε πυρετό
να δέσεις το κεφάλι σου με δεκαοχτώ μαντήλια,                      Κύριε, είστε νεκρός;
να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου.    
                                                                                                
Βιτσιά δίνει τ' αλόγου του, στη μέση γιουρουστάει
και πάησε και την άδραξε, στο σπίτι του την πάει.

 

Οι πρώτοι 10 στίχοι (Πως λάμπει... έως ...ξετάζει) είναι εισαγωγικοί και προκλητικά αποπροσανατολιστικοί απὀ το θέμα του άσματος. Στους σίχους 11-16 (Δύνασαι... έως ...δική μου) βρίσκεται όλο το ζουμί ενώ οι υπόλοιποι μέχρι το τέλος είναι απλά περιγραφικοί και διαδικαστικοί θα λέγαμε.

Άς αφοσιωθοὐμε, όμως, στο ζουμί. Η ιστορία έχει ως εξής:

Σκάει ένα άλογο μέσα σ' ένα μπαρ και παραγγέλνει ένα Sauvignon Cabernet του 1762. Στο βάθος του saloon, σε απόμακρο τραπέζι κάθεται ο Λιάκος, πίνει μπύρες και κλαίει τη μοίρα του κρατώντας μία δεκαοχτούρα (του γένους streptopelia decaocto των περιστερίδων). Οι δύο πρωταγωνιστές αναγνωρίζονται και ανταλλάσουν εγκάρδιους χαιρετισμούς.

- Πού 'σαι ρε Μαύρε (στο εξής το άλογο);

- Ώ το μαλάκα! Τι λέει ρε Λιάκο;

- Σκατά ρε φίλε. Μου φάγανε τη Λιάκαινα και έμεινα με το πουλί* στο χέρι. Ψήνεσαι να πάμε να τους την πάρουμε πίσω;

Εδώ, φίλε φαν είναι το σημείο που ο Μαύρος αρχίζει τα παζάρια ζητώντας αύξηση φαγητού και κρασιού της τάξης των 45 κουπών έκαστο ήτοι 240 περ. ml x 90 = 21,6 l. Ζητάει επίσης έξτρα οδοιπορικά, βαρέα ένσημα και επικουρικά τα ποσά και ποσοστά των οποίων δεν έχουν ακόμα διευκρινηστεί, τουναντίον αποσιωπήθησαν από το τσιράκι του συστήματος ανώνυμο ποιητή.

Το deal κλείνει και ακολουθεί διαφήμηση - επἰδειξη χρήσης σωστικών αξεσουάρ** της εποχής προσφορά του αρμόδιου υφυπουργείου.

Σημαντικοί, τέλος, και χαρακτηριστικά ταιριαστοί φαντάζουν οι στίχοι του Μίλτου Σαχτούρη που πλαισιώνουν το βασικό άσμα σαν μονόλογος του αλογομούρη μπάτλερ προς τον κοίτοντα και θανόντα αφεντικό του σε κάποιο παράλληλο σύμπαν.


*Η δεκαοχτούρα (του γένους streptopelia decaocto των περιστερίδων) και ουχί ένα ακόμη σεξιστικό σχόλιο ενός ελληναρά της ημεδαπής υπαίθρου, ενός περασμέου αιώνα.

** Δεκαοχτώ μαντήλια = κράνος εποχής

   Δέσιμο μεσούλας = Ζώνη ασφαλείας εποχής

https://youtu.be/Zsw-or7k-0o